- ἐφόδῳ
- ἔφοδος 1accessiblemasc/fem/neut dat sgἔφοδος 2one who goes the roundsmasc dat sgἔφοδος 3approachfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐφόδωι — ἐφόδῳ , ἔφοδος 1 accessible masc/fem/neut dat sg ἐφόδῳ , ἔφοδος 2 one who goes the rounds masc dat sg ἐφόδῳ , ἔφοδος 3 approach fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek